- χαμαιεύρετος
- -ον, Μβλ. χαμεύρετος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαμαιεύρετος — found on the ground masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιεύρετον — χαμαιεύρετος found on the ground masc/fem acc sg χαμαιεύρετος found on the ground neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμεύρετος — και χαμαιεύρετος, ον, Μ αυτός που βρέθηκε καταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + εύρετος (< εὑρετός < εὑρίσκω), πρβλ. δυσ εύρετος] … Dictionary of Greek